- ουσιοποιός
- οὐσιοποιός, -όν (ΑΜ)αυτός που δημιουργεί ουσία, δηλ. ύπαρξη ή περιουσίααρχ.αυτός που ορίζεται από την ύπαρξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐσιοποιός — creating substance masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐσιοποιόν — οὐσιοποιός creating substance masc/fem acc sg οὐσιοποιός creating substance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐσιοποιοί — οὐσιοποιός creating substance masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐσιοποιοῦ — οὐσιοποιός creating substance masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐσιοποιούς — οὐσιοποιός creating substance masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐσιοποιά — οὐσιοποιός creating substance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐσιοποιῶν — οὐσιοποιός creating substance masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ουσιοποιώ — οὐσιοποιῶ, έω (Μ) [ουσιοποιός] δημιουργώ ύπαρξη … Dictionary of Greek